- αγυρισιά
- ηη αγυριστιά*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγυρισιά — η 1. ξενιτιά χωρίς τέλος: Πήγε στην αγυρισιά (Παπαδιαμάντης). 2. η μη αλλαγή γνώμης, αλυγισιά: Έχει αγυρισιά στη γνώμη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)